- εκκωμάζω
- ἐκκωμάζω (Α)1. βγαίνω και συμπεριφέρομαι αδιάντροπα σαν να μετέχω σε κώμο2. εκπορνεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεκώμασε — ἐκκωμάζω rush wildly out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεκώμασεν — ἐκκωμάζω rush wildly out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)